- εφύμνιο
- εφύμνιο τοприпев, повторение строфы, стиха
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
εφύμνιο — Επιφώνημα των χριστιανών στις βυζαντινές εκκλησίες ύστερα από κάθε ύμνο. Προερχόταν από την επιθυμία του λαού να συμμετέχει στις ψαλμωδίες, όταν καταργήθηκε η συνήθεια των ομαδικών ψαλμών και στις εκκλησίες διορίστηκαν οι πρώτοι ψάλτες. Το ε.… … Dictionary of Greek
Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με … Dictionary of Greek
εφύμνιος — α, ο (ΑΜ ἐφύμνιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) επωδός ύμνου, το άσμα που συνοδεύει έναν ύμνο («ἔνθεν δὴ τόδε καλὸν ἐφύμνιον ἔπλετο Φοίβῳ», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το εφύμνιο(ν) σύντομος ύμνος που ψάλλεται κατά τη… … Dictionary of Greek
εισοδικός — ή, ό (Μ εἰσοδικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο 2. το ουδ. ως ουσ. το εισοδικό σύντομος ύμνος από έναν ψαλμικό στίχο και το εφύμνιο «Σῶσον ἡμᾱς Υἱὲ Θεοῡ... Ἀλληλούια», ο οποίος ψάλλεται κατά τη μικρή είσοδο τής Λειτουργίας… … Dictionary of Greek
εφυμνιάζω — ἐφυμνιάζω (Α) ψάλλω εφύμνιο, επωδό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐφ ύμνιο, βλ. ἐφύμνιος] … Dictionary of Greek
μεσόφθεγμα — μεσόφθεγμα, τὸ (Α) το εφύμνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φθέγμα (πρβλ. από φθεγμα)] … Dictionary of Greek
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek
υπόψαλμα — το / ὑπόψαλμα, άλματος, ΝΑ [ὑποψάλλω] νεοελλ. εφύμνιο αρχ. ανταπόκριση, αντιφώνηση σε τραγούδι … Dictionary of Greek
Αυξέντιος ο μελωδός — (5ος αι. μ.Χ.). Μοναχός, μουσικός, ψάλτης και υμνογράφος. Γεννήθηκε στη Συρία και γύρω στο 440 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε αξιωματούχος στον στρατό του αυτοκράτορα Θεοδοσίου. Από μικρός είχε μεγάλη κλίση για τη μοναχική ζωή και,… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek